- μεσοωκεάνιος
- -α, -ο- φρ. «μεσοωκεάνιες ράχεις»(γεωλ.-ωκεαν.) συνεχείς υποθαλάσσιες οροσειρές που διασχίζουν τους πυθμένες όλων τών ωκεανών φθάνοντας σε συνολικό μήκος 80.000 περίπου χιλιομέτρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.